φηκάρι

φηκάρι
το, Ν
βλ. θηκάρι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φηκάρι — το βλ. θηκάρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θηκάρι — και φηκάρι και φουκάρι, το (ΑΜ θηκάριον) [θήκη] μικρή θήκη ξίφους ή μαχαιριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θήκη + κατάλ. άρι*, πρβλ. βλαστ άρι, ζευγ άρι] …   Dictionary of Greek

  • θηλειά — και θελ(ε)ιά και φηλ(ε)ιά, η 1. βρόχος («μού βαλε θηλειά στο λαιμό») 2. είδος παγίδας πουλιών ή μικρών θηραμάτων, συρτοθηλειά 3. το διάκενο στο δίχτυ, το μάτι 4. είδος κουμπότρυπας που σχηματίζεται με πλέγμα απ όπου περνά το κουμπί. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • θύκια — τα (λαϊκ. τ.) φύκια («είχε τα θύκια πάπλωμα», δημ. τραγ.). [ΕΤΥΜΟΛ. θύκια αντί φύκια. Η εναλλαγή (θ) / (f) απαντά σε ορισμένους δημώδεις τ. (πρβλ. θηκάρι / φηκάρι)] …   Dictionary of Greek

  • ξιφοθήκη — η (Α ξιφοθήκη) η θήκη τού ξίφους, κολεός, θηκάρι ή φηκάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξίφος + θήκη] …   Dictionary of Greek

  • φελιάζω — και φηλιάζω Ν 1. ράβω τεμάχιο υφάσματος σε ένδυμα 2. (σχετικά με φυτά) μπολιάζω, εγκεντρίζω 3. (γενικά) συναρμόζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, ο τ. προέρχεται από τη λ. θηλιάζω «κάνω θηλειά, κουμπώνω, θηλυκώνω», με τροπή τού θσε φ (πρβλ. θηκάρι:… …   Dictionary of Greek

  • φικάρι — το, Ν (δ. γρφ.) φηκάρι …   Dictionary of Greek

  • φρήνος — ὁ, Μ δ. προφ. τού θρήνος.[ΕΤΥΜΟΛ. < θρῆνος, με τροπή τού θ σε φ (πρβλ. θηκάρι: φηκάρι)] …   Dictionary of Greek

  • φόρυβος — ὁ, Μ θόρυβος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού θόρυβος, με εναλλαγή θ / φ (πρβλ. θηκάρι: φηκάρι)] …   Dictionary of Greek

  • χόβολη — η, ΝΜ θερμή τέφρα φωτιάς, ζεστή στάχτη. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. χόβολη, κατά μία άποψη, έχει προέλθει από έναν αμάρτυρο βεν. τ. *fogolo (πρβλ. ιταλ. face «φωτιά», focalaio «εστία»), μέσω ενός τ. *φόγολη. Κατ άλλη άποψη, η λ. έχει προέλθει από έναν τ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”